- ἀφίενται
- ἀφίημιsend forthpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъпоущатисѧ — ОТЪПОУЩА|ТИСѦ (8*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Быть отпускаемым: аще ли не имать [цены] да имать искѹпъ ѥго мездьнiка дондеже издработаѥть(с). юже свѣща цѣнѹ. нарицающиисѧ мьздѣ ѥмѹ. на всѧко лѣто •г҃• стьлѧзѧ предъ послѹхы. || и тако кончавшю ѥмѹ и тако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek